- συνδράσσω
- συν-δράσσω, mit fassen, ergreifen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνδράσσω — Α (το ενεργ. και το μέσ.) αρπάζω κάτι ή συλλαμβάνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δράσσω, σπάνιος τ. τού δράττομαι «αρπάζω, συλλαμβάνω με δύναμη»] … Dictionary of Greek
συνδράττεσθαι — συνδράσσω clutch pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)